ἐπέζησα

ἐπέζησα
ἐπιζάω
survive
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επιζώ — επέζησα 1. αμτβ., εξακολουθώ να ζω και ύστερα από κάποιο γεγονός (π.χ. θάνατο αγαπημένου προσώπου), επιβιώνω. 2. γλιτώνω το θάνατο, σώζομαι από κάποια καταστροφή: Από το βομβαρδισμό επέζησαν λίγοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επιζώ — επιζώ, επέζησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: επιζώ : εύχρηστη η λόγια μτχ. ενεστώτα ως ουσιαστικό (οι επιζώντες) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”